Όλα τα παιδιά σήμερα ξύπνησαν και άρχισαν χαρούμενα να ετοιμάζουν τα πράγματα τους. για να πάνε σπίτια τους. Σε ότι συγγενείς έχει το καθένα. Έχουν διακοπές. Στο τέλος μαζευτήκαν όλα έξω από τα δωμάτια τους ψάχνοντας να βρουν ποιος είχε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια ή παντόφλες για να δώσει σε αυτούς που δεν είχαν. Ήταν όλοι μαζεμένοι εκτός από τον Οντιέκ. Η εξήγηση που έδωσα είναι ότι μάλλον θα δοκιμάζει ρούχα για να δει ποιο του ταιριάζει καλύτερα .Είναι ο ‘’γόης’’ του ορφανοτροφείου άλλωστε. Έτσι δεν έδωσα σημασία.
Σιγά σιγά τα παιδιά άρχισαν να φεύγουν. Τελευταίος έμεινε ο Οντιέκ με τον Οσάνκο τον αδερφό του. Γύρισα το βλέμμα μου και τον είδα να είναι ακουμπισμένος στον τοίχο με κατεβασμένο το κεφάλι. Στην συνέχεια η aunty με κοίταξε και μου είπε απλά ''είναι κρίμα''. Την ρώτησα τι εννοεί. Μου είπε ότι οι συνθήκες στο σπίτι του Οντιέκ είναι πολύ άσχημες και η γιαγιά του είναι πολύ άρρωστη. Συγχρόνως έβαζε σε μια τσάντα μερικά λάχανα ντομάτες και ρύζι εξηγώντας μου πως θα τα δώσει στον Οντιέκ για να μαγειρέψει γιατί όταν πηγαίνει σπίτι τα κάνει όλα εκείνος. Δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει. Με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί τους όταν θα πάνε σπίτι μιας που είναι πολύ κοντά στο ορφανοτροφείο. Τελικά ο Οντιέκ πήγε πρώτος μόνος του και μετά από λίγο πήγαμε με τον Οσάνκο και άλλα 3 παιδιά. Στην διαδρομή ο Οσάνκο δεν μίλαγε καθόλου. Τον ρώτησα αν είναι καλά και η απάντηση που πήρα ήταν θετική έστω και αν δεν με έπειθε. Σκεφτόμουν πως το σπίτι τους είναι τόσο κοντά και πώς να νιώθουν όταν ξέρουν πως οι συγγενείς τους βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής και όμως τους βλέπουν μόνο 2 φορές τον χρόνο από 1-2 εβδομάδες. Τις σκέψεις μου διέκοψε ο Οσίκα όταν έδειξε με το χέρι του ένα ''σπίτι'' και μου είπε φτάσαμε.
Έξω από το σπίτι, χάμω,ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσα να καταλάβω τι γένους ήταν. Χτύπαγε τα χέρια του και κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά συνέχεια. Υπέθεσα πως ήταν η γιαγιά η οποία δεν ήταν άρρωστη με την έννοια που είχα καταλάβει αλλά ψυχικά. Ο Οντιεκ στεκόταν όρθιος μπροστά της. Πήγα και την χαιρέτησα. Δεν ξέρω αν το κατάλαβε. Ο Οσάνκο στεκόταν λίγο πιο κει. Τελικά δειλά δειλά πήγε και χαιρέτησε και εκείνος την γιαγιά του. Στην συνέχεια επικράτησε σιγή και το κλίμα ήταν πολύ βαρύ. Είπα στον Οντιέκ να μου δείξει το μέρος που θα κοιμηθούν. Ήταν ένα ''κρεβάτι'' χωρίς στρώμα με ξύλα επάνω σε ένα ''δωμάτιο'' που θύμιζε εγκαταλελειμμένη αποθήκη. Η μόνη διαφορά να ήταν ότι στην αποθήκη, ίσως αν την καθάριζες να μπορούσες να μείνεις. Στεκόταν αμίλητος μα τα μάτια του τον πρόδιδαν. Ένα αγόρι 15 χρονών με βουρκωμένα μάτια που σκύβει το κεφάλι για να μην τα δω και όταν τον ρωτάω αν είναι καλά απαντάει πως είναι. Δεν είναι όμως. Ξέρω πως αν μπορούσε θα ήθελε να εξαφανιστεί από εκεί αλλά δεν μπορεί. Μπορεί όμως να δείχνει δυνατός, να είναι περήφανος και να προσπαθεί να μου χαμογελάσει. Γιατί του είπα πως ακόμα και όταν τα πράγματα στην ζωή μας είναι δύσκολα, εμείς θα χαμογελάμε και θα τα καταφέρνουμε. Του είπα και πως ο καιρός περνάει πιο γρήγορα όταν δεν τον σκέφτεσαι. Πως είναι μόνο 2 βδομάδες και τέλος πως έχει τον αδερφό του μαζί, δεν είναι μόνος του. Του είπα ένα σωρό ''βλακείες'' τελικά. Θεωρίες που λέει κάποιος εύκολα όταν ξέρει ότι δεν έχει να το αντιμετωπίσει όλο αυτό ο ίδιος. Μετά έφυγα αφού του υποσχέθηκα πως θα πάω να τους δω τις επόμενες μέρες.
Η αλήθεια είναι ότι το μόνο που ήθελα ήταν να τους πάρω και τους δυο επί τόπου από εκείνο το μέρος.
Ίσως αύριο…
Γιατί σε εκείνο το σπίτι δεν μπορούσα να τους αναγνωρίσω όσο και αν προσπαθούσα. Ο Οντιέκ λοιπόν δεν έψαχνε να βρει ρούχα που να ταιριάζουν το πρωί, αλλά ένα χαμόγελο. Αλλά όσο και αν προσπάθησε δεν του ταίριαζε σήμερα. Πόση θλίψη μπορεί να χωράει σε ένα παιδικό πρόσωπο?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου