Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Ατέλειωτο ταξίδι...


Ηταν λέει ένας καπετάνιος σε ένα πλοίο χωρίς πλήρωμα. Δεν ήταν έτσι απο την αρχή του ταξιδιού. Κάποιοι απο το πλήρωμα πέθαναν όταν ξέσπασε φοβερή ''επιδημία μοναξίας''. Στην αρχή δεν παραδεχόντουσαν οτι ήταν άρρωστοι, μετα όμως άρχισαν να παρουσιάζονται τα συμπτώματα.Τα βράδια ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές. Ξαπλωμένοι στο κρεββάτι της καμπίνας τους, κουλουριασμένοι όπως τα μωρά, υπέφεραν απο τους πόνους. Σιωπηλά. Δεν ήθελαν να τους ακούσει κανένας. 1,5 χρόνο μέσα στο καράβι χωρίς να πιάσουν στεριά. Τόσο άντεξαν κάποιοι. Μέσα σε 2 βράδια ''έφυγαν'' τρείς ναυτικοί. Σταμάτησε η καρδιά τους. Ξαφνικά. Στο επόμενο λιμάνι ξεμπάρκαρε όλο το πλήρωμα. Στην αιτιολόγια του φυλλαδίου τους έγραφε ''φόβος θανάτου''

Ο καπετάνιος παρέμεινε μόνος του. Κανείς δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Αποφάσισε να μην ξαναπιάσει λιμάνι. Ταξίδευε 1 χρόνο συνεχώς. Εκείνος δεν φοβόταν τόσο μήπως πεθάνει. Φοβόταν πολύ περισσότερο να εγκαταλείψει το καράβι του. Φοβόταν να επιστρέψει. Που? Κανείς δεν ήξερε.

Μαζί του είχε πάντα μια παράξενη πυξίδα. Δεν έδειχνε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έδειχνε μονο την κατεύθυνση προς ένα σημείο. Έδειχνε εκεί που δεν υπήρχε στεριά.Με αυτόν τον τρόπο ποτέ δεν ανησύχησε μήπως μπερδευτεί και επιστρέψει. Η πυξίδα του δεν θα τον πρόδιδε ποτέ πίστευε.

''Ποτε''...λέξη απο αυτές που δεν μπορείς να της έχεις καμία εμπιστοσύνη. Καλύτερος φίλος του ''πάντα''.

Ένα βράδυ ο καπετάνιος είδε ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόταν σε ένα μέρος που δεν είχε ξαναδεί. Σκοτεινό, ερημικό, τρομακρικό.Ένιωθε να μουδιάζει απο τον φόβο. Ξαφνικά όπως προχωρούσε κλώτσησε κάτι. Το πήρε στα χέρια του. Ήταν ένα ξύλινο κουτί. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχε η πυξίδα του. Ένιωσε τυχερός γιατί ο δείκτης της φωτιζόταν έστω και ελάχιστα. Πίστεψε οτι σώθηκε. Ακολούθησε την κατεύθυνση που του έδειχνε η πυξιδα. Προχωρούσε για ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Κάποια στιγμή έφτασε στον προορισμό του. Κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε οτι βρισκόταν πάλι στο ίδιο σημείο απο το οποίο είχε ξεκινήσει. Η πυξίδα γλύστρισε απο τα χέρια του και εξαφανίστηκε. Στην συνέχεια ετσι ξαφνικά εξαφανίστηκε και εκείνος.

Ξύπνησε ιδρωμένος και πολύ ταραγμένος. Αδυνατούσε να καταλάβει τι σήμαινε το όνειρο που είδε. Παρόλα αυτά είχε πολλές δουλειές και καθόλου χρόνου να ασχοληθεί με αυτά που πλάθει η φαντασία του. Πήρε την πυξίδα του στα χέρια του και συνέχισε το ταξίδι του.  Το τελευταίο του ταξίδι. Η πυξίδα αποφάσισε οτι πρέπει να επιστρέψουν και ο καπετάνιος όταν πια είδε μπροστά του στεριά ήταν αργά. Θύμωσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγινε. Τα 'βαλε με τον εαυτό του που μετά απο τόσα χρόνια στις θάλασσες δεν κατάλαβε οτι πλησίαζαν στην στεριά. Πήρε την πυξίδα και την πέταξε στην θάλασσα.Δεν ήξερε τι να κάνει. Φοβόταν. Έτρεμε την επιστροφή και ας μην το παραδεχόταν σε κανέναν όταν τον ρώταγαν γιατι ταξιδεύει συνέχεια. Τελικά αποφάσισε να παραδοθεί στην κανούργια του μοίρα και να αφεθεί στον φόβο του. Θα επέστρεφε.Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως τόσα χρόνια που ταξίδευε δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να νοσταλγήσει. Τώρα όλες οι αναμνήσεις απο την ζωή του πρίν το ταξίδι έκαναν χορό στο κεφάλι του. Άρχισε να νίωθει αισιοδοξία και ανυπομονεσία. Θα συναντούσε μετά απο χρόνια ανθρώπους που αγαπούσε. ¨Όλα θα πήγαιναν καλά μα ποτέ του δεν θα ξαναεμπιστευόταν παράξενες πυξίδες.

Έφτασε στο λιμάνι. Έριξε άγκυρα. Κατέβηκε απο το καράβι  και μετά απο 2,5 χρόνια πάτησε στεριά. Οι επόμενες 5 μέρες ήταν γεμάτες φίλους και αγαπημένα πρόσωπα. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει οτι ο καπετάνιος είχε αφήσει την θάλασσα και γύρισε. Το βράδυ της όγδοης μέρας καθισμένος στο μπαλκόνι του σπιτιού του με συντροφία ένα μπουκάλι Bacardi προσπαθούσε πια και εκείνος να συνειδητοποιήσει πως είχε πάρει τέτοια απόφαση  και γιατί.

Το επόμενο πρωινό βρέθηκε νεκρός. Σταμάτησε η καρδιά του. Ξαφνικά.

Αιτιολογία: ''επιδημία μοναξιάς''.